παιδεραστώ

παιδεραστώ
παιδεραστῶ, -έω (Α) [παιδεραστής]
είμαι παιδεραστής («παιδεραστοῡσι καὶ πρὸς τοὺς γάμους καὶ παιδοποιΐας οὐ προσέχουσει τὸν νοῡν φύσει», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπαιδεραστώ — καταπαιδεραστῶ, έω (Α) σπαταλώ και αφανίζω κάτι στην παιδεραστία («οἶκον καταπεπαιδεραστηκέναι», Ισαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παιδεραστῶ «είμαι παιδεραστής»] …   Dictionary of Greek

  • παιδεραστεύω — (Α) παιδεραστώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδερεστῶ κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”